-
1 δουλόω
A enslave, Hdt.1.27; , cf. S.Tr. 467;δ. φρόνημα Th.2.61
:—mostly in [voice] Pass., to be enslaved, ὑπὸ Πέρσῃσι, ὑπὸ Ἁρπάγου, Hdt.1.94, 174, cf. Th.1.98; αἱ ψυχαὶ δεδούλωνται Hp.Aër.23; δεδουλωμένοι τῇ γνώμῃ, τὴν γνώμην ἐδουλοῦντο, Th.4.34, 7.71;ἐλεύθερος πᾶς ἑνὶ δεδούλωται, νόμῳ Men.699
, cf Sam. 280:—[voice] Med. (with [tense] pf.δεδουλῶσθαι Th.6.82
), make subject to oneself, enslave, Id.1.18, 5.29, 7.68,75, Pl.Mx. 239d;τὸν ἥσσονα δουλούμεθ' ἄνδρα E.Supp. 493
; ;τὸ ἑαυτοῦ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ.. δουλοῦται Id.R. 589e
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский